- ισοθερμικός
- η , ό[ν] изотермический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοθερμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σταθερότητα θερμοκρασίας 2. αυτός που είναι θερμικά μονωμένος («ισοθερμικό αυτοκίνητο») 3. φρ. «ισοθερμικό στρώμα» στρώμα τής ατμόσφαιρας, τού νερού ή τού γήινου φλοιού στο οποίο η διαφορά θερμοκρασίας σε κατακόρυφη τομή… … Dictionary of Greek
ισοθερμικός — ή, ό αυτός που διατηρεί ίση θερμοκρασία ή γίνεται σε σταθερή θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)